- ἰδιοπραγεῖν
- ἰδιοπραγέωact independentlypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιοπραγώ — ἰδιοπραγῶ, έω (Α) [ιδιοπραγία] 1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.) 2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα… … Dictionary of Greek